ανακίνηση — η το να ανακινήσει κανείς κάτι: Η ανακίνηση της υπόθεσης έγινε από τους ενδιαφερόμενους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακίνηση — η (Α ἀνακίνησις) [ἀνακινῶ] κίνηση προς διάφορες κατευθύνσεις, ανατάραξη, ανάδευση νεοελλ. επαναφορά λησμονημένου θέματος στην επιφάνεια, μνεία αρχ. 1. κίνηση τών βραχιόνων επάνω και κάτω, ως προπαρασκευαστική άσκηση τής πυγμαχίας 2. προπαρασκευή … Dictionary of Greek
ξεσκάλισμα — το [ξεσκαλίζω] 1. το σκάλισμα γύρω από τη ρίζα φυτού 2. ανακίνηση, ανασκάλεμα πραγμάτων για την εξεύρεση χαμένου αντικειμένου 3. η εκ νέου διερεύνηση ενός ζητήματος, ανακίνηση … Dictionary of Greek
συ(ν)δαύλιση — η και συ(ν)δαύλισμα, το 1. ανακίνηση φωτιάς. 2. ανακίνηση παθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάδεμα — το, [ἀναδεύω] 1. ανακίνηση, ανακάτεμα, ανάδευση 2. (για το αλεύρι) αυτό που αναδεύτηκε, που ζυμώθηκε … Dictionary of Greek
ανάδευση — Κατεργασία που χρησιμοποιείται στη σιδηρουργία για παραγωγή μαλακού σιδήρου. Πριν από την ανακάλυψη του απίου του Μπέσεμερ, η α. ήταν η μοναδική μέθοδος για την αφαίρεση του άνθρακα από τον χυτοσίδηρο· σήμερα όμως έχει περιπέσει σε αχρηστία. Η… … Dictionary of Greek
ανάξεση — η 1. το εκ νέου ξύσιμο 2. αναζωπύρωση, αναμόχλευση, ανακίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αναδευτήρας — ο το όργανο με το οποίο γίνεται η ανακίνηση, το ανακάτεμα υγρού ή μίγματος … Dictionary of Greek
ανακάτωμα — το 1. ανακίνηση, ανάδευση, ανατάραξη 2. τοποθέτηση πραγμάτων δίχως τάξη, διατάραξη τής κανονικής τους θέσης, ακαταστασία 3. ανάμιξη πραγμάτων 4. συμμετοχή, επέμβαση, συνενοχή 5. η μη φιλική συναναστροφή ή σχέση, μπέρδεμα 6. αναστάτωση, σύγχυση,… … Dictionary of Greek
ανακάτωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάδευση, ανακίνηση, ανατάραξη 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάμιξη, αμιγής, ανόθευτος 3. αυτός που δεν αναμίχθηκε σε ξένη υπόθεση, αμέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατωτός < ανακατώνω. Η σημ. της αρνήσεως προήλθε … Dictionary of Greek